- Θεανοῦς
- Θεανώfem nom/voc plΘεανώfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… … Dictionary of Greek
αντήνωρ — I (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Πατέρας του ήταν ένας εξαίρετος ζωγράφος, ο Ευμάρης. Ο Α. ήταν αυτός που φιλοτέχνησε το σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων, το οποίο μετέφερε ο Ξέρξης στην Περσία, όταν τα στρατεύματά του λεηλάτησαν την Αθήνα… … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
Αριγνώτη — (6ος αι. π.Χ.).Φιλόσοφος από τη Σάμο, μαθήτρια ή κατ’ άλλους κόρη του Πυθαγόρα και της συζύγου του Θεανούς. Έγραψε Βακχικά, Φιλοσοφικά, Περί μυστηρίων της Δήμητρος, Τελεταί Διονύσου και διάφορα άλλα … Dictionary of Greek
Κισσηίδα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Ωκεανίδες, οι οποίες ανέθρεψαν τον Διόνυσο στο όρος Νύσσα. 2. Νύμφη που βοήθησε τον Διόνυσο στον αγώνα του εναντίον του βασιλιά των Ηδωνών Λυκούργου και του γιου του, Δρύαντα. 3. Επωνυμία της Εκάβης,… … Dictionary of Greek